- ἐπωμίδιος
- ἐπωμίδιοςon the shouldermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επωμίδιος — ἐπωμίδιος, ία, ον (Α) [επωμίς] αυτός που βρίσκεται πάνω στους ώμους («ἐπωμίδιος φλέψ», Ιπποκρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπωμίδιον μικρή επωμίδα … Dictionary of Greek
ἐπωμιδίη — ἐπωμίδιος on the shoulder fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμίδια — ἐπωμίδιος on the shoulder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)